στάχτιασμα

στάχτιασμα
το превращение в пепел, золу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στάχτιασμα" в других словарях:

  • στάχτιασμα — το, Ν [σταχτιάζω] η αρρώστια τών φυτών στάχτη, που προκαλείται από την ερυσίβη …   Dictionary of Greek

  • στάχτιασμα — το 1. αποτέφρωση. 2. αρρώστια των φυτών, ερυσίβη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χώνεμα — χώνεμα, το και χώνευμα, το, ατος 1. χώνεψη. 2. στάχτιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»